- κλεπτομανής
- -έςαυτός που πάσχει από κλεπτομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptomane < clepto- (πρβλ. κλέπτω) + -mane (πρβλ. -μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τού Ν. Γ. Πολίτου].
Dictionary of Greek. 2013.